Ατονίλιαρ (atornillar) είναι ρήμα στη γλώσσα Ισπανικά.
IPA: /a.toɾ.niˈʝaɾ/
Η λέξη "atornillar" χρησιμοποιείται στον τομέα της κατασκευής και της επισκευής και αναφέρεται στη διαδικασία του βιδώματος. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή εργατικά περιβάλλοντα. Είναι πιο δημοφιλής στον γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης στην καθημερινή συνομιλία όταν αναφέρεται σε δουλειές που σχετίζονται με την επισκευή ή την κατασκευή.
Es importante atornillar bien las piezas para que no se suelten.
Είναι σημαντικό να βιδώσετε καλά τα κομμάτια ώστε να μην χαλαρώσουν.
Voy a atornillar la estantería a la pared.
Θα βιδώσω τη ράφι στον τοίχο.
Η λέξη "atornillar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέρος ψηφιακών ή στρατηγικών εκφράσεων, αν και δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις με αυτή τη λέξη. Ωστόσο, μπορεί να εκφραστεί η έννοια της "δυσκολίας" ή της "επιμονής" μέσω μεταφορών.
Estar atornillado a un lugar
Να είσαι "βιδωμένος" σε ένα μέρος (να μην μπορείς να μετακινηθείς).
No me atornilles con tantas preguntas.
Μην με "βιδώνεις" με τόσες ερωτήσεις (μη με κουράζεις με ερωτήσεις).
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "atornillare", το οποίο σημαίνει "να βιδώνεις". Εκείνη η λέξη είχε χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τις διαδικασίες που σχετίζονται με τα βίδες και τα μπουλόνια.
Συνώνυμα: - Enroscar (να στρίβεις) - Fijar (να σταθεροποιήσεις)
Αντώνυμα: - Desatornillar (να ξεβιδώνεις) - Soltar (να χαλαρώνεις)