Η λέξη atracarse χρησιμοποιείται στο Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να κολλάς σε κάτι, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Σημαντική είναι η χρήση της στον προφορικό λόγο, όπου και συναντάται πιο συχνά, αλλά χρησιμοποιείται και σε γραπτές μορφές. Μπορεί να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος "κολλάει" σε μια κατάσταση ή βιώνει έναν έντονο συναισθηματικό συγκλονισμό, όπως στην περίπτωση της υπερκατανάλωσης φαγητού ή εθιστικών συμπεριφορών.
Θα καταβροχθίσω φαγητό στο πάρτι.
Si sigo así, me voy a atracar de trabajo.
Η λέξη atracarse χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: Γελάω μέχρι δακρύων.
Atracarse de información.
Μετάφραση: Εμβαθύνω σε πολλές πληροφορίες.
Atracarse de libros.
Μετάφραση: Απορροφώ τον εαυτό μου σε βιβλία.
Atracarse en una conversación.
Μετάφραση: Ξεστρατίζω σε μια συζήτηση.
No te atraces en tus problemas.
Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό ρήμα atracar, το οποίο σημαίνει "κολλώ" ή "κολλάμαι".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης atracarse και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.