Ανά word class: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: [atɾaˈsaðo]
Η λέξη "atrasado" προέρχεται από το ρήμα "atrasar", που σημαίνει "καθυστερώ". Το "atrasado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει καθυστερήσει ή που βρίσκεται πίσω στον χρόνο ή στην πρόοδο. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά μεγάλη, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο, όπου οι περιγραφές και οι αναφορές σε καθυστερήσεις είναι comunes.
Είναι αργά και η ταινία είναι ήδη atrasado.
Είναι αργά και η ταινία έχει ήδη καθυστερήσει.
Ο προγραμματισμός είχε mucho atrasado λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
Η προγραμματισμένη ημερομηνία είχε πολύ καθυστέρηση λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
Η λέξη "atrasado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar atrasado en el trabajo.
Να είσαι καθυστερημένος στη δουλειά.
Llegar atrasado a la reunión.
Να φτάσεις καθυστερημένος στη συνάντηση.
Tener la mente atrasada.
Να έχεις την σκέψη καθυστερημένη (να μην καταλαβαίνεις κάτι).
Esos problemas están atrasados.
Αυτά τα προβλήματα είναι καθυστερημένα (παλιές υποθέσεις).
Η λέξη "atrasado" προέρχεται από το ρήμα "atrasar", που είναι σύνθετο από το πρόθεμα "a-" και το ουσιαστικό "traso" (καθυστερημένος χρόνος ή κατάσταση).
Συνώνυμα: - Retardado (καθυστερημένος) - Demorado (καθυστερημένος)
Αντώνυμα: - Adelantado (προηγμένος) - Puntual (έγκαιρος)