Φωνητική μεταγραφή: /atɾaβeˈsaɾ/
Σημασίες: Η λέξη "atravesar" στα ισπανικά έχει δύο κύριες σημασίες. Η πρώτη σημασία είναι "να διασχίσει" ή "να περάσει από ένα σημείο σε ένα άλλο". Η δεύτερη σημασία είναι "να διαπεράσει" ή "να διαβεί μέσα από κάτι".
Χρήση: Η λέξη "atravesar" είναι συνηθισμένη στην προφορική και γραπτή ισπανική γλώσσα. Χρησιμοποιείται συχνότερα στην καθημερινή ομιλία για να περιγράψει την ενέργεια του να διασχίζει κάποιος κάτι.
Καταλυτική Ομιλία και Γραπτός λόγος: Η λέξη χρησιμοποιείται εξίσου συχνά τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα.
Διαδικασίες: - Ενεστώτας απλός: atravieso - Μελλοντικός απλός: atravesaré - Αόριστος απλός: atravesé - Αόριστος απλός: atravesaba - Υπερσυντέλικος: había atravesado - Μέλλον Παρακείμενος: habré atravesado
Συμμετοχή: atravesando
Μεταφράσεις: στα ελληνικά, η λέξη "atravesar" μεταφράζεται ως "διασχίζω" ή "διαπερνώ".
Παραδείγματα: 1. Atravesé el río a nado. (Διέσχισα το ποτάμι κολυμπώντας.) 2. Para ir al trabajo, tengo que atravesar todo el parque. (Για να πάω στη δουλειά, πρέπει να διασχίσω όλο το πάρκο.)
Η λέξη "atravesar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
1.Atravesar un mal momento: Να περνάς δύσκολες στιγμές.
- Παράδειγμα: Después de la pérdida de su abuela, está atravesando un mal momento. (Μετά τον θάνατο της γιαγιάς του, περνάει δύσκολες στιγμές.)
Atravesar por alto: Παραβλέπω κάτι.
Atravesar el corazón: Να τρυπήσει κάποιος την καρδιά σου.
Atravesar una crisis: Να περνάς μια κρίσιμη κατάσταση.
Atravesar un desierto: Περνάς μια δύσκολη περίοδο που δεν έχεις υποστήριξη.
Η λέξη "atravesar" προέρχεται από τα λατινικά, από το ρήμα "transversare" που σημαίνει "να διασχίζω".
Συνώνυμα: - Cruzar - Pasar por - Atraviesar
Αντώνυμα: - Bloquear (Αποκόβω) - Evitar (Αποφεύγω)