Το "atrever" είναι ρήμα.
/atɾeˈβeɾ/
Η λέξη "atrever" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να εκφράσει την ιδέα του τολμήματος να αναλάβει κάποιος μια ενέργεια ή να κάνει κάτι που θεωρείται επικίνδυνο ή ακατάλληλο. Χρησιμοποιείται αρκετά στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή και στο γραπτό κείμενο.
No me atrevo a preguntar.
(Δεν τολμώ να ρωτήσω.)
Ella se atreve a decir lo que piensa.
(Αυτή τολμά να πει αυτό που σκέφτεται.)
¿Te atreves a saltar desde allí?
(Τολμάς να πηδήξεις από εκεί;)
Η λέξη "atrever" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Atreverse a soñar.
(Τολμά να ονειρεύεται.)
Είναι σημαντικό να μην φοβάσαι να έχεις όνειρα.
No te atrevas a mentir.
(Μην τολμάς να λες ψέματα.)
Είναι ένα σοβαρό κατηγόρημα να πεις ψέματα σε κάποιον.
Atreverse a amar.
(Τολμά να αγαπά.)
Η αγάπη απαιτεί θάρρος και τολμηρές επιλογές.
¿Te atreves a desafiar las normas?
(Τολμάς να αμφισβητήσεις τους κανόνες;)
Μερικές φορές, για να προχωρήσεις, πρέπει να αμφισβητήσεις τα καθιερωμένα.
Η λέξη "atrever" προέρχεται από το λατινικό "ad" (προς) και "trepidare" (να τρέμει ή να διστάζει). Η σημασία της έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου για να σημαίνει "να τολμήσεις" και "να ρισκάρεις".
Συνώνυμα: - Atreverse: osar - Expresarse con libertad: hablar sin miedo
Αντώνυμα: - Dudar (να διστάζεις) - Temer (να φοβάσαι)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "atrever" στη γλώσσα Ισπανικά.