atreverse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atreverse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "atreverse" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "atreverse" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /a.tɾeˈβeɾ.se/.

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Το "atreverse" σημαίνει να τολμάς να κάνεις κάτι ή να αναλαμβάνεις τον κίνδυνο να κάνεις κάτι που μπορεί να είναι δύσκολο ή επικίνδυνο. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανών για να υποδείξει μια πράξη θάρρους ή επιφυλακτικότητας. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. No me atrevo a decirle que no.
    (Δεν τολμώ να του/της πω όχι.)

  2. Siempre se atreve a probar cosas nuevas.
    (Πάντα τολμά να δοκιμάσει νέες πράγματα.)

  3. ¿Te atreves a saltar desde esa altura?
    (Τολμάς να πηδήξεις από αυτό το ύψος;)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "atreverse" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.

  1. Atreverse a soñar
    (Τολμάω να ονειρεύομαι)
    Es importante atreverse a soñar grande para lograr el éxito.
    (Είναι σημαντικό να τολμάς να ονειρεύεσαι μεγάλα για να πετύχεις.)

  2. Atreverse a amar
    (Τολμάω να αγαπώ)
    Solo los valientes se atreven a amar de verdad.
    (Μόνο οι γενναίοι τολμούν να αγαπήσουν πραγματικά.)

  3. Atreverse a hacer algo
    (Τολμάω να κάνω κάτι)
    Muchos no se atreven a hacer cambios en sus vidas.
    (Πολλοί δεν τολμούν να κάνουν αλλαγές στη ζωή τους.)

  4. No te atrevas a interferir
    (Μην τολμήσεις να παρεμβαίνεις)
    No te atrevas a interferir en mis decisiones.
    (Μην τολμήσεις να παρεμβαίνεις στις αποφάσεις μου.)

Ετυμολογία

Το "atreverse" προέρχεται από το λατινικό "ad" (προς) και το "reversus" (γυρίζω πίσω). Σημαίνει κυριολεκτικά να "γυρίσεις προς", που υποδηλώνει την έννοια της τολμηρής ανάληψης δράσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - arriesgarse (ρίσκο) - osar (τολμάω)

Αντώνυμα: - rendirse (παραιτούμαι) - evitar (αποφεύγω)



22-07-2024