Atrevido είναι επίθετο.
[ a.tɾe.βi.ðo ]
Η λέξη atrevido χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι τολμηρός ή που έχει θράσος. Συχνά χρησιμοποιείται για άτομα που δεν φοβούνται να αναλάβουν ρίσκα ή να εκφράσουν τις απόψεις τους χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στον προφορικό λόγο.
Esa película es muy atrevida para su tiempo.
(Αυτή η ταινία είναι πολύ τολμηρή για την εποχή της.)
Ella es una persona atrevida que siempre dice lo que piensa.
(Είναι ένα τολμηρό άτομο που πάντα λέει αυτό που σκέφτεται.)
El niño atrevido decidió escalar el árbol más alto del parque.
(Ο τολμηρός μικρός αποφάσισε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο του πάρκου.)
Η λέξη atrevido χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες υποδηλώνουν τολμηρές ή θρασείς ενέργειες ή συμπεριφορές.
Tener un comportamiento atrevido.
(Έχω μια τολμηρή συμπεριφορά.)
No seas atrevido, piensa antes de hablar.
(Μην είσαι θρασύς, σκέψου πριν μιλήσεις.)
Con sus comentarios atrevidos, siempre llama la atención.
(Με τα τολμηρά σχόλιά του, πάντα τραβά την προσοχή.)
Es atrevido hablar así en una reunión formal.
(Είναι τολμηρό να μιλάς έτσι σε μια επίσημη συνάντηση.)
A veces un poco de atrevimiento puede ser positivo.
(Μερικές φορές, λίγη τολμηρότητα μπορεί να είναι θετική.)
Me gusta su actitud atrevida y decidida.
(Μου αρέσει η τολμηρή και αποφασιστική του στάση.)
Η λέξη atrevido προέρχεται από το ρήμα atrever, το οποίο σημαίνει "να τολμάω" ή "να αναλαμβάνω ρίσκα". Το ρήμα αυτό προέρχεται από το λατινικό "adtrahebō", το οποίο σημαίνει "να φέρω προς".