Το "atrevimiento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "atrevimiento" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /a.tɾe.βiˈmjen.to/
Η λέξη "atrevimiento" αναφέρεται στη συμπεριφορά του να είναι κανείς θαρραλέος, τολμηρός ή ανυπότακτος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ενέργεια ή συμπεριφορά που είναι συνήθως έξω από τα όρια ή τα κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται τόσο γραπτά όσο και προφορικά, με συχνότητα που εξαρτάται από το πλαίσιο της συζήτησης, αλλά είναι πιο κοινή σε προφορικές συζητήσεις.
Su atreviimiento le valió el respeto de sus compañeros.
(Το θράσος του του χάρισε τον σεβασμό των συμφοιτητών του.)
No puedo creer que tuvo el atreviimiento de desafiar al jefe.
(Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είχε το θράσος να αμφισβητήσει τον διευθυντή.)
El atreviimiento de los jóvenes puede ser inspirador.
(Η τολμηρότητα των νέων μπορεί να είναι εμπνευσμένη.)
Η λέξη "atrevimiento" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, που εκφράζουν τη σημασία της τολμηρότητας και του θράσους.
"Atrévete a soñar."
(Τόλμησε να ονειρευτείς.)
Χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να επιδιώξει τους στόχους του χωρίς φόβο.
"El atreviimiento es la madre de la éxito."
(Το θράσος είναι η μητέρα της επιτυχίας.)
Υποδηλώνει ότι η τολμηρή στάση είναι συχνά οι βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία.
"No te atrevas a subestimar su atreviimiento."
(Μη τολμήσεις να υποτιμήσεις τη τολμηρότητά του.)
Χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει κάποιον να μην παραβλέψει τις ικανότητες ή το θράσος κάποιου άλλου.
"A veces, el atreviimiento vale más que la cautela."
(Κάποιες φορές, το θράσος αξίζει περισσότερο από την προφύλαξη.)
Υποδεικνύει ότι η τολμηρή δράση μπορεί να αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα από την προσεκτική προσέγγιση.
Η λέξη "atrevimiento" προέρχεται από το ρήμα "atreverse", το οποίο σημαίνει "τολμώ". Η ρίζα του προέρχεται από το λατινικό "ad" που σημαίνει "προς" και "trepidare" που σημαίνει "ταρακουνάω ή ταλαντεύω".
Συνώνυμα: - audacia (θρασύτητα) - osadía (αυθάδεια)
Αντώνυμα: - timidez (δειλία) - cautela (προφύλαξη)