Υπερσυντέλικος (αόριστος): había atribuido, habías atribuido, había atribuido, habíamos atribuido, habíais atribuido, habían atribuido
Συνώνυμα και Αντώνυμα:
Συνώνυμα: αναθέτω, αποδίδω, απονέμω
Αντώνυμα: αφαιρώ, αποδιδομαι, αντιπαρατίθεμαι
Παραδείγματα
¿A quién le atribuyes el éxito de tu proyecto? (Σε ποιον αποδίδεις την επιτυχία του σχεδίου σου;)
La obra fue atribuida al pintor reconocido. (Το έργο αποδίδεται στον αναγνωρισμένο ζωγράφο.)
Σταθερές Εκφράσεις
Το ρήμα "atribuir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε κάποια παραδείγματα:
Atribuir a:
Significa dar a alguien algún mérito o falta.
Αποδίδω σε εσένα όλο τον έπαινο για αυτήν την επιτυχία. (Σου αποδίδω όλη τη διάκριση για αυτήν την επιτυχία.)
Atribuirse:
Se utiliza para expresar que alguien se adjudica algo sin derecho.
¡No te atribuyas el crédito por mi trabajo duro! (Μην αποδίδεις εσύ την επιτυχία στην σκληρή μου δουλειά!)
Atribuir algo a la buena/mala suerte:
Significa juzgar un resultado como dependiente de la suerte, ya sea buena o mala.
Atribuyó su fracaso a la mala suerte. (Αποδίδει την αποτυχία του στην κακή τύχη.)
Atribuirse méritos:
Hacerse responsable de las buenas acciones o éxitos propios.
No deberías atribuirte méritos que no te corresponden. (Δεν πρέπει να αποκτάς περισσότερα κατ΄ αξία μερίδια από αυτά που σου ανήκουν.)
Atribuirse la responsabilidad:
Aceptar la responsabilidad de alguna falla o error.
Es admirable cuando alguien se atribuye la responsabilidad por sus acciones. (Είναι εκτίμησης αξιόλογο όταν κάποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις του.)
Ετυμολογία
Η λέξη "atribuir" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "attribuere", το οποίο συνθέτει το πρόθεμα "ad-" που σημαίνει "προς" και τη ρίζα "tribuere" που σημαίνει "να διορίζω, αναθέτω".