Αtributirse είναι ρήμα (verbo) στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /atɾiβiˈɾse/
Η λέξη atribuirse σημαίνει την ενεργοποίηση ή αναγνώριση κάποιας ιδιότητας, χαρακτηριστικού ή ευθύνης από κάποιον για τον εαυτό του. Χρησιμοποιείται για να καταδείξει ότι κάποιος αναλαμβάνει κάτι ή ότι κάποιος θεωρείται υπεύθυνος για κάτι.
Η συχνότητα χρήσης του atribuirse είναι σχετικά καλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο πιθανό να συναντηθεί σε επίσημα κείμενα ή σε ακαδημαϊκά πλαίσια.
(Αυτός αποδίδει στον εαυτό του την επιτυχία του έργου.)
"Ella tiende a atribuirse la culpa de los problemas."
(Αυτή έχει την τάση να αναλαμβάνει την ευθύνη για τα προβλήματα.)
"No debes atribuirte todo el trabajo."
Η λέξη atribuirse μπορεί να εμφανιστεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Al final del partido, él se atribuyó la gloria por el buen resultado." (Στο τέλος του αγώνα, αυτός ανέλαβε τη δόξα για το καλό αποτέλεσμα.)
"Atribuirse responsabilidades."
"En un equipo, es crucial atribuirse responsabilidades para lograr los objetivos." (Σε μια ομάδα, είναι κρίσιμο να αναλαμβάνονται ευθύνες για να επιτευχθούν οι στόχοι.)
"Atribuirse derechos."
Η λέξη atribuirse προέρχεται από το λατινικό attribuere, το οποίο συνεπάγεται την έννοια "να αποδίδεται" ή "να ανατίθεται".
Συνώνυμα: - asumir (να αναλαμβάνω) - responsabilizarse (να ευθύνομαι)
Αντώνυμα: - rechazar (να απορρίπτω) - negar (να αρνούμαι)