Ρήμα
/atɾiβuˈlaɾ/
Η λέξη "atribular" στα Ισπανικά σημαίνει να προξενώ στενοχώρια, δυσκολία ή θλίψη σε κάποιον. Συνήθως χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι ένα άτομο ή κατάσταση έχει προκαλέσει πόνο ή δυσφορία σε κάποιον άλλο. Είναι αρκετά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο προφορικά όσο και γραπτά, με ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στη γραπτή γλώσσα.
Η είδηση τον καταθλίβει για εβδομάδες.
No quiero atribularte más de lo necesario.
Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω περισσότερο απ' ό,τι είναι απαραίτητο.
La falta de trabajo lo atribula mucho.
Η λέξη "atribular" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που εκφράζουν συναισθηματική κατάσταση.
Η ζωή με ταλαιπωρεί μερικές φορές, αλλά προχωρώ μπροστά.
Los problemas familiares pueden atribular a cualquiera.
Τα οικογενειακά προβλήματα μπορεί να καταθλίψουν οποιονδήποτε.
No dejes que las críticas te atribulen.
Η λέξη "atribular" προέρχεται από το Λατινικό "attribulare", που σημαίνει "να αποδώσω", "να καταλογίσω". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την ιδέα της απονομής του βάρους ή της ευθύνης.