Το "atrincherar" είναι ρήμα.
/a.tɾin.ʃe.ˈɾaɾ/
Το "atrincherar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει να εκμεταλλευτεί κάποιος μια θέση ή να πάρει προφυλάξεις, συνήθως σε στρατιωτικό πλαίσιο, για να αποτρέψει επιθέσεις. Η λέξη έχει και μεταφορική χρήση, αναφερόμενη στο να προστατεύσει κάποιος τον εαυτό του ή τις απόψεις του από επιθέσεις ή κριτική. Η χρήση της στον προφορικό λόγο είναι σύνηθες, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε στρατηγικά ή πολιτικά συμφραζόμενα.
Ο διοικητής αποφάσισε να παγιδεύσει τις δυνάμεις του στο βουνό.
Es importante atrincherar nuestras ideas en el debate.
Το "atrincherar" χρησιμοποιείται σπάνια σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, αλλά η έννοια της "προστασίας" μπορεί να ανιχνευθεί σε αρκετές φράσεις:
Προστατεύω τον εαυτό μου πίσω από μια γνώμη.
Atrincherar razones.
Να ενισχύεις τις αιτίες σου.
No te atrincheres en tus ideas.
Το "atrincherar" προέρχεται από τη λέξη "trincheira", που σημαίνει "αλλαγή" ή "καταφύγιο" στα Πορτογαλικά, και συνδέεται με στρατιωτικά καταφύγια και τα οχυρώματα κατά τη διάρκεια της μάχης.
Συνώνυμα: - Fortificar (ενισχύω) - Defender (υπερασπίζω)
Αντώνυμα: - Rendir (παραδίδω) - Abandonar (παρατάω)