atrincherar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atrincherar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "atrincherar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/a.tɾin.ʃe.ˈɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "atrincherar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει να εκμεταλλευτεί κάποιος μια θέση ή να πάρει προφυλάξεις, συνήθως σε στρατιωτικό πλαίσιο, για να αποτρέψει επιθέσεις. Η λέξη έχει και μεταφορική χρήση, αναφερόμενη στο να προστατεύσει κάποιος τον εαυτό του ή τις απόψεις του από επιθέσεις ή κριτική. Η χρήση της στον προφορικό λόγο είναι σύνηθες, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε στρατηγικά ή πολιτικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El comandante decidió atrincherar a sus tropas en la montaña.
  2. Ο διοικητής αποφάσισε να παγιδεύσει τις δυνάμεις του στο βουνό.

  3. Es importante atrincherar nuestras ideas en el debate.

  4. Είναι σημαντικό να ενισχύσουμε τις ιδέες μας στη συζήτηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "atrincherar" χρησιμοποιείται σπάνια σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, αλλά η έννοια της "προστασίας" μπορεί να ανιχνευθεί σε αρκετές φράσεις:

  1. Atrincherarse tras una opinión.
  2. Προστατεύω τον εαυτό μου πίσω από μια γνώμη.

  3. Atrincherar razones.

  4. Να ενισχύεις τις αιτίες σου.

  5. No te atrincheres en tus ideas.

  6. Μην κολλάς στις ιδέες σου.

Ετυμολογία της λέξης

Το "atrincherar" προέρχεται από τη λέξη "trincheira", που σημαίνει "αλλαγή" ή "καταφύγιο" στα Πορτογαλικά, και συνδέεται με στρατιωτικά καταφύγια και τα οχυρώματα κατά τη διάρκεια της μάχης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fortificar (ενισχύω) - Defender (υπερασπίζω)

Αντώνυμα: - Rendir (παραδίδω) - Abandonar (παρατάω)



23-07-2024