Η λέξη "atrofia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "atrofia" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /atɾoˈfia/
Η λέξη "atrofia" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ατροφία".
Η "atrofia" αναφέρεται στην ήπια ή σοβαρή απώλεια ή υποανάπτυξη ιστού ή οργάνου, συνήθως λόγω έλλειψης χρήσης, διατροφής ή παθολογικών αιτίων. Στη ιατρική, χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει την κατάσταση των μυών, των οργάνων ή άλλων ιστών του σώματος που έχουν χάσει τη μάζα ή τη λειτουργικότητά τους. Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ιατρικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα.
Παραδείγματα προτάσεων: - La atrofia de los músculos puede ser consecuencia de la falta de ejercicio. - Η ατροφία των μυών μπορεί να είναι συνέπεια της έλλειψης άσκησης.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "atrofia" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιατρικές και επιστημονικές περιγραφές:
"Η γήρανση μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκή ατροφία."
"Tras una larga enfermedad, él sufrió atrofia en las piernas."
"Μετά από μια μακρά ασθένεια, υπέστη ατροφία στα πόδια."
"La inactividad prolongada resulta en atrofia de los tejidos."
"Η παρατεταμένη αδράνεια οδηγεί σε ατροφία των ιστών."
"La atrofia del nervio óptico puede afectar la visión."
Η λέξη "atrofia" προέρχεται από τα ελληνικά "ἀτροφία" (atrophía), που σημαίνει "έλλειψη τροφής" ή "μη ανάπτυξη". Το πρόθεμα "α-" σημαίνει "χωρίς" και "τροφία" σχετίζεται με τη διατροφή ή την ανάπτυξη.
Συνώνυμα:
- Desgaste (καταστροφή)
- Degradación (εκφθορά)
Αντώνυμα:
- Hipertrofia (υπερτροφία)
- Crecimiento (ανάπτυξη)