Η λέξη "atropelladamente" είναι επι副λέγων (adverbio).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [atɾopeʎað̪e̞mente]
Η λέξη "atropelladamente" προέρχεται από το επίθετο "atropellado" που σημαίνει "παρασυρμένος" ή "καταλαγιασμένος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται με βιασύνη, πρόχειρα ή χωρίς προγραμματισμό. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να βρεθεί και στα γραπτά κείμενα.
Él se fue atropelladamente de la reunión.
(Αυτός έφυγε βιαστικά από τη συνεδρία.)
Hicieron el trabajo atropelladamente y se olvidaron de muchos detalles.
(Έκαναν τη δουλειά πρόχειρα και ξέχασαν πολλές λεπτομέρειες.)
La presentación fue realizada atropelladamente, lo que generó confusión.
(Η παρουσίαση έγινε βιαστικά, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "atropelladamente" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά όσες χρησιμοποιούνται μπορεί να υποδηλώσουν άγνοια, προχειρότητα ή απροσεξία:
Actuar atropelladamente no es la mejor manera de resolver problemas.
(Η πράξη βιαστικά δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να λύσεις προβλήματα.)
Cuando hablamos atropelladamente, a menudo nos malinterpretan.
(Όταν μιλάμε βιαστικά, συχνά μας παρεξηγούν.)
Decidir atropelladamente puede llevar a malas decisiones.
(Το να αποφασίζεις βιαστικά μπορεί να οδηγήσει σε κακές αποφάσεις.)
Η λέξη "atropelladamente" προέρχεται από το ρήμα "atropellar", που σημαίνει "παρασύρω" ή "χτυπώ". Το ρήμα θεωρείται ότι προέρχεται από την αρχαία ιταλική λέξη "atropellare".
Συνώνυμα: - apresuradamente (βιαστικά) - rápidamente (γρήγορα)
Αντώνυμα: - lentamente (αργά) - cuidadosamente (προσεκτικά)