Το "atropellado" είναι επίθετο.
Η φωνητική του μεταγραφή είναι: [atɾo.pe̝ˈʝa.ðo].
Η λέξη "atropellado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει παρασυρθεί από κάποιο όχημα ή έχει υποστεί κακώσεις λόγω μιας καταστάσεως επιθετικής φύσεως. Μπορεί επίσης να υπονοεί την αίσθηση σύγχυσης ή βιασύνης. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και συχνά συναντάται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Ο ποδηλάτης παρασύρθηκε από ένα αυτοκίνητο.
"Se sintió atropellado por los acontecimientos."
Νιώθω ότι χτυπήθηκα από τα γεγονότα.
"El perro fue atropellado en la carretera."
Η λέξη "atropellado" έχει χρησιμοποιηθεί συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν καταστάσεις βιασύνης ή σύγχυσης.
Είμαι τόσο παρασυρμένος που δεν μπορώ να σκεφτώ.
"En la reunión, las ideas se atropellaron unas a otras."
Στη συνεδρίαση, οι ιδέες παρασύρθηκαν η μία μετά την άλλη.
"El tráfico estuvo tan pesado que llegué atropellado al trabajo."
Η λέξη "atropellado" προέρχεται από το ρήμα "atropellar", το οποίο σημαίνει "να παρασύρω" ή "να χτυπήσω", και έχει τις ρίζες του από το Λατινικό "atropellare".
Συνώνυμα: - Chocador (παρασυρόμενος) - Golpeado (χτυπημένος)
Αντώνυμα: - Salvo (αβλαβής) - Protegido (προστατευμένος)