Το "atropellar" είναι ρήμα.
/hatoɾeˈɲaɾ/
Η λέξη "atropellar" σημαίνει να χτυπάς ή να παρασέρνεις κάποιον ή κάτι, συνήθως με ένα όχημα ή άλλο κινούμενο αντικείμενο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφράσεις που αφορούν ατυχήματα ή επικίνδυνες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε προφορικό και γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τον τομέα της οδικής ασφάλειας και του δικαίου.
Έχω παρασύρει μία γάτα στον δρόμο.
El conductor tuvo un accidente porque atropelló a un peatón.
Ο οδηγός είχε ένα ατύχημα γιατί χτύπησε έναν πεζό.
Es importante estar atento para no atropellar a alguien.
Να χτυπήσεις κάποιον με λόγια (δηλαδή να προσβάλλεις κάποιον verbalmente).
Atropellar las normas.
Να παραβιάσεις τους κανόνες (αμελήσεις ή αγνοήσεις κάποια κανονιστικά πλαίσια).
Atropellar la realidad.
Δεν μπορείς να προσβάλεις κάποιον με λόγια σε μια συζήτηση.
Al atropellar las normas, el proyecto quedó en riesgo.
Παραβιάζοντας τους κανόνες, το έργο τέθηκε σε κίνδυνο.
Al hablar, a veces podemos atropellar la realidad.
Η λέξη "atropellar" προέρχεται από το λατινικό "atropellare", που σημαίνει "να χτυπήσει" ή "να καταπατήσει".
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "atropellar" και τονίζουν τη σημασία της στη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ισπανόφωνων.