atropellar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

atropellar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "atropellar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/hatoɾeˈɲaɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "atropellar" σημαίνει να χτυπάς ή να παρασέρνεις κάποιον ή κάτι, συνήθως με ένα όχημα ή άλλο κινούμενο αντικείμενο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφράσεις που αφορούν ατυχήματα ή επικίνδυνες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε προφορικό και γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τον τομέα της οδικής ασφάλειας και του δικαίου.

Παράδειγμα Προτάσεων

  1. He atropellado a un gato en la carretera.
  2. Έχω παρασύρει μία γάτα στον δρόμο.

  3. El conductor tuvo un accidente porque atropelló a un peatón.

  4. Ο οδηγός είχε ένα ατύχημα γιατί χτύπησε έναν πεζό.

  5. Es importante estar atento para no atropellar a alguien.

  6. Είναι σημαντικό να είμαστε προσεκτικοί για να μην παρασύρουμε κάποιον.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Παράδειγμα Ιδιωματικής Χρήσης

  1. No puedes atropellar a alguien con palabras en una discusión.
  2. Δεν μπορείς να προσβάλεις κάποιον με λόγια σε μια συζήτηση.

  3. Al atropellar las normas, el proyecto quedó en riesgo.

  4. Παραβιάζοντας τους κανόνες, το έργο τέθηκε σε κίνδυνο.

  5. Al hablar, a veces podemos atropellar la realidad.

  6. Όταν μιλάμε, μερικές φορές μπορεί να αγνοούμε την πραγματικότητα.

Ετυμολογία

Η λέξη "atropellar" προέρχεται από το λατινικό "atropellare", που σημαίνει "να χτυπήσει" ή "να καταπατήσει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "atropellar" και τονίζουν τη σημασία της στη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ισπανόφωνων.



22-07-2024