Το "atropellarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "atropellarse" είναι /a.tɾo.peˈʝaɾ.se/.
Η λέξη "atropellarse" σημαίνει την πράξη του να παρασυρθεί κανείς, συνήθως από όχημα ή άλλο βαρύ αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις αναφοράς σε ατυχήματα. Η χρήση της είναι συχνότερη σε προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε αστυνομικές αναφορές ή ειδήσεις.
Παρασύρθηκε όταν διέσχιζε τον δρόμο.
El ciclista se atropeó en la esquina.
Ο ποδηλάτης παρασύρθηκε στη γωνία.
Cuidado, no te atropelles!
Στα Ισπανικά, η λέξη "atropellarse" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η συχνή χρήση της αναφέρεται σε περιπτώσεις που κάποιος δυσκολεύεται να εκφραστεί.
Atropellarse con las ideas.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απώλεια διαύγειας σε σκέψεις.
Atropellarse en el tráfico.
Αναφέρεται στις κυκλοφοριακές συνθήκες και την αναρχία στους δρόμους.
No te atropelles al hablar.
Η λέξη "atropellarse" προέρχεται από το ρήμα "atropellar", το οποίο συντίθεται από τις λέξεις "a-" (με κατεύθυνση) και "tropellar" (να χτυπάς / να παρασέρνεις).
Συνώνυμα: - Chocar - Golpear
Αντώνυμα: - Proteger (να προστατεύεις) - Evitar (να αποφεύγεις)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα για τη λέξη "atropellarse", καλύπτοντας τη σημασία, τη χρήση της και την ετυμολογία της.