Η λέξη "atropello" είναι ουσιαστικό.
/a.tɾoˈpe.ʎo/
Η λέξη "atropello" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε πράξεις που παραβιάζουν κάποιον κανόνα ή δικαίωμα, όπως το να παραβιάζεται νόμος ή κανονισμός. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να δηλώσει ένα ατύχημα, κυρίως όταν κάποιος χτυπάει ή προσβάλλει κάποιον ή κάτι (π.χ., ένα αυτοκίνητο που χτυπάει πεζό). Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά στο γραπτό, όπου οι νομικές και συναισθηματικές έννοιες αναλύονται περισσότερο.
Η παραβίαση του νόμου είναι απαράδεκτη σε μια δίκαιη κοινωνία.
El conductor se dio a la fuga después del atropello.
Ο οδηγός διέφυγε μετά το ατύχημα.
El atropello de los derechos humanos es un problema global.
Η λέξη "atropello" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις και σε καθημερινές συζητήσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Δεν ανέχω την παραβίαση των δικαιωμάτων μου.
El atropello de las normas en esa empresa es común.
Η παραβίαση των κανόνων σε αυτή την επιχείρηση είναι κοινή.
Sufrí un atropello emocional por su actitud.
Υπέστην μια συναισθηματική προσβολή από τη συμπεριφορά του.
El atropello al sentido común es evidente en algunas decisiones políticas.
Η παραβίαση της λογικής είναι προφανής σε ορισμένες πολιτικές αποφάσεις.
Después del atropello, la comunidad exigió justicia.
Η λέξη "atropello" προέρχεται από το ρήμα "atropellar", το οποίο σημαίνει "να χτυπήσει, να παραβιάσει ή να προσβάλλει". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια της ανατροπής ή της καταπίεσης.
Συνώνυμα: - violación (παραβίαση) - agresión (επίθεση) - golpe (χτύπημα)
Αντώνυμα: - respeto (σεβασμός) - consideración (συγκατάθεση) - protección (προστασία)