Η λέξη "aturdido" είναι επίθετο.
/atuɾˈðiðo/
Η λέξη "aturdido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος είναι μπερδεμένος ή συγχυμένος, συχνά λόγω γρήγορων ή έντονων ερεθισμάτων. Είναι επίσης ο όρος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον που νιώθει ανήσυχος ή αναστατωμένος. Στην ισπανική γλώσσα, αυτή η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, καθώς εκφράζει συναισθήματα που είναι συχνά πιο δύσκολο να εκφραστούν γραπτά.
Estoy aturdido por toda la información que recibí.
(Είμαι μπερδεμένος από όλες τις πληροφορίες που έλαβα.)
Después de la fiesta, él estaba aturdido y no sabía qué hacer.
(Μετά το πάρτι, ήταν συγχυμένος και δεν ήξερε τι να κάνει.)
Η λέξη "aturdido" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω παρατίθενται μερικές:
Estar aturdido de tanto pensar.
(Να είσαι μπερδεμένος από τόσες σκέψεις.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αναλύει μία κατάσταση ή έναν προβληματισμό τόσο πολύ που καταλήγει να είναι μπερδεμένος.
Me dejó aturdido con su decisión inesperada.
(Μου άφησε μπερδεμένος με την ξαφνική του απόφαση.)
Σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη σύγχυση που προκαλεί μια απροσδόκητη ή περίεργη απόφαση.
Es normal sentirse aturdido en momentos de estrés.
(Είναι φυσιολογικό να νιώθεις συγχυμένος σε στιγμές άγχους.)
Αυτή η δήλωση αναγνωρίζει την συναισθηματική κατάσταση που μπορεί να προκύψει σε δύσκολες καταστάσεις.
Η λέξη "aturdido" προέρχεται από το ρήμα "aturdir", που σημαίνει "να αναστατώνει" ή "να μπερδεύει". Η προέλευση του ρήματος μπορεί να σχετίζεται με τις έννοιες της απώλειας προσανατολισμού ή της αγωνίας.
Συνώνυμα:
- confundido
- desorientado
Αντώνυμα:
- claro
- entendible