Aturdimiento είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [a.tur.ðiˈen.to]
Η λέξη aturdimiento αναφέρεται σε μια κατάσταση σύγχυσης ή αναταραχής, όπου ένα άτομο μπορεί να αισθάνεται αποπροσανατολισμένο ή εκτός ισορροπίας. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως ιατρικά (π.χ. αναφορά σε ψυχικές ή φυσικές καταστάσεις) και κοινωνικά.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, ειδικότερα στο γραπτό πλαίσιο που σχετίζεται με την ιατρική ή ψυχιατρική διάγνωση. Στον προφορικό λόγο, μπορεί επίσης να απαντηθεί σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά λιγότερο συχνά.
Η σύγχυση που αισθανόμουν μετά την πτώση ήταν ανησυχητική.
Su aturdimiento se debía a la falta de sueño.
Η αμηχανία του οφειλόταν στην έλλειψη ύπνου.
El tratamiento ayudó a disminuir su aturdimiento mental.
Η λέξη aturdimiento χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν:
Να είσαι σε κατάσταση σύγχυσης.
A veces el estrés provoca aturdimiento mental.
Μερικές φορές, το άγχος προκαλεί πνευματική σύγχυση.
El aturdimiento puede afectar la capacidad de concentración.
Η σύγχυση μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα συγκέντρωσης.
Después del golpe, entró en un profundo aturdimiento.
Μετά το χτύπημα, μπήκε σε βαθιά σύγχυση.
El aturdimiento es común tras un accidente.
Η σύγχυση είναι κοινή μετά από ένα ατύχημα.
Una fuerte emoción puede llevar a un aturdimiento temporal.
Μία έντονη συναισθηματική κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε προσωρινή σύγχυση.
Como resultado del aturdimiento, tomó decisiones apresuradas.
Ως αποτέλεσμα της σύγχυσης, πήρε βιαστικές αποφάσεις.
El aturdimiento emocional requiere atención profesional.
Η λέξη aturdimiento προέρχεται από το ρήμα "aturdir", το οποίο σημαίνει να μπερδεύει ή να αποπροσανατολίζει κάποιον. Η ρίζα του "turdir" έχει σχέσεις με την έννοια της ανησυχίας και της αναστάτωσης.
Συνώνυμα: - confusión (σύγχυση) - desconcierto (αναταραχή)
Αντώνυμα: - claridad (σαφήνεια) - lucidez (διαύγεια)