Το "aturdirse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /atuɾˈðiɾse/
Η λέξη "aturdirse" σημαίνει το να αισθάνεσαι μπερδεμένος ή αποσυντονισμένος, συχνά λόγω θορύβου ή υπερβολικής πληροφορίας. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, και συναντάται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και σε γραπτά πλαίσια.
Después de tantas horas de estudio, me empecé a aturdirse.
(Μετά από τόσες ώρες μελέτης, άρχισα να μπερδεύομαι.)
El ruido de la fiesta me hizo aturdirse.
(Ο θόρυβος από το πάρτι με έκανε να αποσυντονιστώ.)
Η λέξη "aturdirse" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ συχνές.
No te aturdas por tanta información.
(Μην μπερδεύεσαι από τόσες πληροφορίες.)
A veces, la multitud puede aturdirse.
(Κάποιες φορές, ο κόσμος μπορεί να μπερδευτεί.)
El caos del tráfico puede hacer que uno se aturda.
(Η αναρχία της κυκλοφορίας μπορεί να κάνει κάποιον να ταραχτεί.)
Η λέξη "aturdirse" προέρχεται από το προ στερητικό "a-" και τη ρίζα "turdir", που σημαίνει "να μπερδεύω" ή "να αναστατώσω".
Συνώνυμα: - desconcertarse (να αποσυντονίζομαι) - confundir (να μπερδεύω)
Αντώνυμα: - aclararse (να ξεκαθαρίσω) - ordenar (να οργανώσω)
Αυτή η ανάλυση για το "aturdirse" παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης, των χρήσεών της και του πλαισίου μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται.