audacia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aʊˈða.sja/
Η λέξη audacia αναφέρεται στην ικανότητα ή τη διάθεση να αντιμετωπίζεις προκλήσεις με θάρρος και τόλμη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που ενεργούν με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση, ακόμη και σε επικίνδυνες ή αβέβαιες καταστάσεις. Η χρήση της είναι συχνή και στα γραπτά αλλά και στον προφορικό λόγο, αν και συναντάται περισσότερο σε κείμενα που σχετίζονται με την ψυχολογία, την κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία.
Su audacia le permitió conseguir lo que otros consideraban imposible.
(Η τόλμη του του επέτρεψε να πετύχει αυτό που άλλοι θεωρούσαν αδύνατο.)
La audacia de los jóvenes puede cambiar el rumbo de la historia.
(Η τόλμη των νέων μπορεί να αλλάξει την πορεία της ιστορίας.)
A veces, la audacia es necesaria para hacer frente a los desafíos de la vida.
(Μερικές φορές, η τόλμη είναι απαραίτητη για να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις της ζωής.)
Η λέξη audacia χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες αναδεικνύουν τις διαφορετικές της πλευρές:
La audacia de la juventud a menudo lleva a decisiones arriesgadas.
(Η τόλμη της νεότητας συχνά οδηγεί σε ριψοκίνδυνες αποφάσεις.)
Con audacia, se enfrentó a sus miedos.
(Με θάρρος, αντιμετώπισε τους φόβους του.)
Con audacia, decidió cambiar su vida por completo.
(Με θάρρος, αποφάσισε να αλλάξει εντελώς τη ζωή του.)
No todos tienen la audacia de soñar en grande.
(Όλοι δεν έχουν την τόλμη να ονειρεύονται μεγάλα.)
Η λέξη audacia προέρχεται από το λατινικό "audacia", που σημαίνει τολμηρός ή τολμηρό. Η ρίζα της "audax" σημαίνει "τολμηρός".
Συνώνυμα: - osadía - valor - temeridad
Αντώνυμα: - cobardía - timidez - indecisión