Η λέξη "audible" είναι επίθετο (adjetivo).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /ˈɔː.də.bəl/
Η λέξη "audible" αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να ακουστεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τον ήχο, όπως η μουσική ή οι ομιλίες. Στον τομέα της ιατρικής, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει ήχους που είναι σιωπηλοί ή όχι, π.χ. στην εξέταση του καρδιολογικού ήχου. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα που τεκμηριώνουν επιστημονικές ή τεχνικές πληροφορίες.
Παραδειγματικές Προτάσεις:
- El sonido de la música es audible en toda la casa.
(Ο ήχος της μουσικής είναι ακουστός σε όλο το σπίτι.)
La voz del profesor era apenas audible en el fondo del aula.
(Η φωνή του καθηγητή ήταν μόλις ακουστή στο βάθος της αίθουσας.)
La campana suena para que todos la escuchen, es claramente audible.
(Η καμπάνα χτυπά για να την ακούσουν όλοι, είναι καθαρά ακουστή.)
Η λέξη "audible" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μερικές φορές σε μεταφορικές εκφράσεις ή τεχνικούς όρους.
Παραδειγματικές Ιδιωματικές Εκφράσεις:
- Esta canción es tan audible que todos en el concierto la cantan.
(Αυτό το τραγούδι είναι τόσο ακουστό που όλοι στη συναυλία το τραγουδούν.)
En la sala de emergencias, es audible el latido del corazón de los pacientes.
(Στην αίθουσα έκτακτης ανάγκης, είναι ακουστός ο καρδιακός χτύπος των ασθενών.)
Cuando estás en silencio, es cuando lo más audible se revela.
(Όταν είσαι σε σιωπή, είναι τότε που αποκαλύπτεται το πιο ακουστό.)
Η λέξη "audible" προέρχεται από το λατινικό "audibilis", το οποίο σημαίνει "εκείνο που μπορεί να ακουστεί", και σχετίζεται με το ρήμα "audire", που σημαίνει "να ακούω".
Συνώνυμα: - perceptible (ανιχνεύσιμος) - escuchable (ακουστικός)
Αντώνυμα: - inaudible (μη ακουστός) - silencioso (σιγανός)