Η λέξη "auditivo" είναι επίθετο.
/audiˈtivo/
Η λέξη "auditivo" αναφέρεται στη δυνατότητα ή τη σχετική με τον ήχο ή την ακοή. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των κινήσεων και των ήχων, ενώ είναι επίσης σημαντική στον τομέα της ιατρικής, κυρίως όσον αφορά τις ακουστικές διαταραχές. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτά κείμενα και επιστημονικά έγγραφα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λιγότερο συχνά, αλλά παραμένει σημαντική στις καθημερινές συζητήσεις για θέματα που αφορούν την ακοή.
Los instrumentos de música tienen diferentes características auditivas.
Τα μουσικά όργανα έχουν διαφορετικά ακουστικά χαρακτηριστικά.
La evaluación auditiva es esencial para detectar problemas de audición.
Η ακουστική αξιολόγηση είναι απαραίτητη για να ανιχνευθούν προβλήματα ακοής.
El sistema auditivo humano es complejo y fascinante.
Το ανθρώπινο ακουστικό σύστημα είναι πολύπλοκο και μαγευτικό.
Αν και "auditivo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που αποτυπώνουν τη σημασία της:
Memoria auditiva
Η ακουστική μνήμη είναι κρίσιμη για την εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Η ακουστική μνήμη είναι κρίσιμη για την εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Percepción auditiva
Η αντίληψη του ήχου μπορεί να επηρεάσει τη μουσική μας εμπειρία.
Η αντίληψη του ήχου μπορεί να επηρεάσει τη μουσική μας εμπειρία.
Estimulación auditiva
Η ηχητική διέγερση είναι σημαντική για την ανάπτυξη των παιδιών.
Η ηχητική διέγερση είναι σημαντική για την ανάπτυξη των παιδιών.
Η λέξη "auditivo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "audītīvus", που σημαίνει "σχετικός με την ακοή", από το ρήμα "audīre", που σημαίνει "ν' ακούω".
Συνώνυμα:
- Acústico (ηχητικός)
- Sonoro (ηχηρός)
Αντώνυμα:
- Silencioso (σιωπηλός)
- Mudito (βουβός)