Η λέξη "auditor" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που ελέγχει και αξιολογεί λογιστικά αρχεία ή οικονομικές καταστάσεις προκειμένου να διασφαλίσει την ορθότητα και την συμμόρφωση με τους νόμους και κανονισμούς. Χρησιμοποιείται ευρέως σε επαγγελματικά και νομικά πλαίσια, κυρίως στον τομέα των οικονομικών και της λογιστικής. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως αναφορές και συμβάσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο σε επαγγελματικούς κύκλους.
Ο ελεγκτής παρουσίασε την έκθεσή του κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Es esencial que el auditor sea imparcial en su evaluación.
Είναι ουσιώδες ο ελεγκτής να είναι αμερόληπτος στην αξιολόγησή του.
El trabajo del auditor es crucial para la transparencia financiera.
Η λέξη "auditor" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την εργασία ενός ελεγκτή:
Να είσαι ελεγκτής δεν είναι εύκολη δουλειά.
El auditor siempre tiene que estar actualizado con las normativas.
Ο ελεγκτής πρέπει πάντα να είναι ενημερωμένος σχετικά με τους κανονισμούς.
Un buen auditor puede prevenir el fraude en una empresa.
Ένας καλός ελεγκτής μπορεί να αποτρέψει την απάτη σε μια επιχείρηση.
Los auditores son clave en la gestión de riesgos.
Οι ελεγκτές είναι κλειδί στη διαχείριση κινδύνων.
El auditor revisa cada detalle para asegurar la precisión.
Η λέξη "auditor" προέρχεται από το λατινικό "auditor", που σημαίνει "αυτός που ακούει". Στη σύγχρονη χρήση, αναφέρεται σε εκείνον που εξετάζει και αξιολογεί τις οικονομικές καταστάσεις.
Supervisor
Αντώνυμα:
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "auditor" στα Ισπανικά, λαμβάνοντας υπόψη την πολυδιάστατη χρήση της σε διάφορους τομείς.