auditorio είναι ουσιαστικό.
/a.u̟.ðɪˈt̪o.ɾi.o/
Η λέξη auditorio αναφέρεται σε έναν χώρο ή αίθουσα που έχει σχεδιαστεί για να φιλοξενεί ακροατήρια, συναντήσεις, διαλέξεις ή παραστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στα πλαίσια εκπαιδευτικών ή καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της είναι αρκετά συχνή και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η γραπτή χρήση είναι πιο τυπική σε επίσημα κείμενα.
Το αμφιθέατρο είναι γεμάτο από φοιτητές.
Esta conferencia se llevará a cabo en el auditorio principal.
Η λέξη auditorio χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν εκδηλώσεις ή παραστάσεις:
Να έχεις ένα ακροατήριο που παρακολουθεί προσηλωμένο.
El auditorio reacciona positivamente.
Το ακροατήριο αντιδρά θετικά.
Hablar ante un auditorio.
Να μιλάς σε ένα ακροατήριο.
El auditorio aplaudió al final de la función.
Η λέξη auditorio προέρχεται από το Λατινικό auditorius, που σημαίνει "εκείνος που ακούει", και σχετίζεται με το ρήμα audire, που σημαίνει "ακούω".
Συνώνυμα: - sala - espacio
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή) - desinterés (αδιαφορία)
Αυτή είναι η πλήρης αξιολόγηση της λέξης auditorio στα Ισπανικά με όλες τις σχετικές πληροφορίες.