aumentar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aumentar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "aumentar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/aumenˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "aumentar" σημαίνει "να αυξάνεται κάτι" ή "να γίνεται μεγαλύτερο". Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως σ' οικονομικές αναλύσεις (π.χ. αύξηση τιμών), στην εκπαίδευση (π.χ. αύξηση γνώσεων), καθώς και σε γενικές περιστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, με αρκετές εμφανίσεις κυρίως σε γραπτά κείμενα όπως άρθρα και επιστημονικές εκδόσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante aumentar la producción para satisfacer la demanda.
  2. Είναι σημαντικό να αυξήσουμε την παραγωγή για να ικανοποιήσουμε τη ζήτηση.

  3. El gobierno decidió aumentar los impuestos para financiar nuevos proyectos.

  4. Η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τους φόρους για να χρηματοδοτήσει νέα έργα.

  5. Si quieres perder peso, es necesario aumentar la actividad física.

  6. Αν θέλεις να χάσεις βάρος, είναι απαραίτητο να αυξήσεις τη φυσική δραστηριότητα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στα ισπανικά, η λέξη "aumentar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Aumentar la voz
  2. (Αυξάνω τη φωνή) → Ella tuvo que aumentar la voz para hacerse oír en el bullicio de la fiesta.
  3. (Έπρεπε να αυξήσει τη φωνή της για να ακουστεί στη φασαρία του πάρτι.)

  4. Aumentar el nivel

  5. (Αυξάνω το επίπεδο) → Necesitamos aumentar el nivel de calidad en nuestros productos.
  6. (Πρέπει να αυξήσουμε το επίπεδο ποιότητας στα προϊόντα μας.)

  7. Aumentar la capacidad

  8. (Αυξάνω την ικανότητα) → El objetivo es aumentar la capacidad del equipo para manejar más tareas.
  9. (Ο στόχος είναι να αυξήσουμε την ικανότητα της ομάδας για να διαχειρίζεται περισσότερες εργασίες.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "aumentar" προέρχεται από τα λατινικά "augmentare," που σημαίνει "να προσθέσω ή να αυξήσω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incrementar - aumentar - agrandar

Αντώνυμα: - disminuir - reducir - decrecer



22-07-2024