Το "aumentar" είναι ρήμα.
/aumenˈtaɾ/
Η λέξη "aumentar" σημαίνει "να αυξάνεται κάτι" ή "να γίνεται μεγαλύτερο". Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως σ' οικονομικές αναλύσεις (π.χ. αύξηση τιμών), στην εκπαίδευση (π.χ. αύξηση γνώσεων), καθώς και σε γενικές περιστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, με αρκετές εμφανίσεις κυρίως σε γραπτά κείμενα όπως άρθρα και επιστημονικές εκδόσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Είναι σημαντικό να αυξήσουμε την παραγωγή για να ικανοποιήσουμε τη ζήτηση.
El gobierno decidió aumentar los impuestos para financiar nuevos proyectos.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τους φόρους για να χρηματοδοτήσει νέα έργα.
Si quieres perder peso, es necesario aumentar la actividad física.
Στα ισπανικά, η λέξη "aumentar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
(Έπρεπε να αυξήσει τη φωνή της για να ακουστεί στη φασαρία του πάρτι.)
Aumentar el nivel
(Πρέπει να αυξήσουμε το επίπεδο ποιότητας στα προϊόντα μας.)
Aumentar la capacidad
Η λέξη "aumentar" προέρχεται από τα λατινικά "augmentare," που σημαίνει "να προσθέσω ή να αυξήσω."
Συνώνυμα: - incrementar - aumentar - agrandar
Αντώνυμα: - disminuir - reducir - decrecer