Η λέξη "aumento" είναι υποκείμενο και συγκεκριμένα ουσιαστικό.
/a.u̟en̪to/
Η λέξη "aumento" σημαίνει "αύξηση" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προσθήκη ποσότητας, αξίας ή μεγέθους σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στην οικονομία, τη νομική γλώσσα, καθώς και σε γενικές συνθήκες που αφορούν την αύξηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ειδικά στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
Η αύξηση των τιμών επηρεάζει όλο τον πληθυσμό.
Con el aumento de la demanda, los salarios también deberían aumentar.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "aumento" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις που συνδέονται με αύξηση και ανάπτυξη.
Η αύξηση του βιοτικού επιπέδου είναι μια συνεχής ανησυχία.
El aumento en la inversión extranjera es fundamental para el desarrollo.
Η αύξηση στις ξένες επενδύσεις είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη.
El aumento de la tecnología ha cambiado nuestras vidas.
Η αύξηση της τεχνολογίας έχει αλλάξει τις ζωές μας.
El aumento de la población plantea desafíos ambientales.
Η αύξηση του πληθυσμού θέτει περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Con un aumento en la productividad, la empresa mejorará sus resultados.
Η λέξη "aumento" προέρχεται από το ρήμα "aumentar", που σημαίνει "να αυξάνεται". Το ρήμα έχει τις τις λατινικές ρίζες του στον όρο "augmentare".
Συνώνυμα: - incremento - subida - crecimiento
Αντώνυμα: - disminución - reducción - caída