aumento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

aumento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "aumento" είναι υποκείμενο και συγκεκριμένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/a.u̟en̪to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "aumento" σημαίνει "αύξηση" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προσθήκη ποσότητας, αξίας ή μεγέθους σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στην οικονομία, τη νομική γλώσσα, καθώς και σε γενικές συνθήκες που αφορούν την αύξηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ειδικά στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El aumento de los precios afecta a toda la población.
  2. Η αύξηση των τιμών επηρεάζει όλο τον πληθυσμό.

  3. Con el aumento de la demanda, los salarios también deberían aumentar.

  4. Με την αύξηση της ζήτησης, οι μισθοί θα έπρεπε επίσης να αυξηθούν.

Ιδωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "aumento" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις που συνδέονται με αύξηση και ανάπτυξη.

  1. El aumento del nivel de vida es una preocupación constante.
  2. Η αύξηση του βιοτικού επιπέδου είναι μια συνεχής ανησυχία.

  3. El aumento en la inversión extranjera es fundamental para el desarrollo.

  4. Η αύξηση στις ξένες επενδύσεις είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη.

  5. El aumento de la tecnología ha cambiado nuestras vidas.

  6. Η αύξηση της τεχνολογίας έχει αλλάξει τις ζωές μας.

  7. El aumento de la población plantea desafíos ambientales.

  8. Η αύξηση του πληθυσμού θέτει περιβαλλοντικές προκλήσεις.

  9. Con un aumento en la productividad, la empresa mejorará sus resultados.

  10. Με μια αύξηση στην παραγωγικότητα, η εταιρεία θα βελτιώσει τα αποτελέσματά της.

Ετυμολογία

Η λέξη "aumento" προέρχεται από το ρήμα "aumentar", που σημαίνει "να αυξάνεται". Το ρήμα έχει τις τις λατινικές ρίζες του στον όρο "augmentare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incremento - subida - crecimiento

Αντώνυμα: - disminución - reducción - caída



22-07-2024