Ρήμα.
/aˈunar/
Η λέξη "aunar" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να δηλώσει την πράξη της ένωσης ή της ενοποίησης διαφορετικών στοιχείων, ιδεών ή ανθρώπων. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα, αλλά και σε προσωπικές σχέσεις. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή και στον προφορικό λόγο.
Es importante aunar esfuerzos para lograr nuestros objetivos.
(Είναι σημαντικό να ενώνουμε τις προσπάθειές μας για να επιτύχουμε τους στόχους μας.)
La reunión busca aunar diferentes perspectivas sobre el proyecto.
(Η συνάντηση στοχεύει να συγκεντρώσει διαφορετικές απόψεις για το έργο.)
Aunar talentos en un solo equipo puede traer grandes resultados.
(Η ενοποίηση ταλέντων σε μια ομάδα μπορεί να φέρει μεγάλα αποτελέσματα.)
Η λέξη "aunar" συχνά ενσωματώνεται σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Aunar fuerzas
(Ενώνω δυνάμεις)
Ejemplo: Para vencer a los adversarios, necesitamos aunar fuerzas.
(Για να νικήσουμε τους αντιπάλους, πρέπει να ενώσουμε δυνάμεις.)
Aunar criterios
(Συγκεντρώνω κριτήρια)
Ejemplo: Es fundamental aunar criterios antes de tomar decisiones.
(Είναι θεμελιώδες να συγκεντρώνουμε κριτήρια πριν πάρουμε αποφάσεις.)
Aunar voluntades
(Συγκεντρώνω βούληση)
Ejemplo: Aunar voluntades es clave para el cambio social.
(Η συγκέντρωση βούλησης είναι το κλειδί για την κοινωνική αλλαγή.)
Η λέξη "aunar" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα με ρίζες που συνδέονται με τη λατινική λέξη "unire", που σημαίνει "ενώνω".
Συνώνυμα: - Unir - Concentrar - Agrupar
Αντώνυμα: - Separar - Dividir - Desunir