Η λέξη "aura" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως:
- αύρα
- αίσθηση
Σημασία της λέξης
Στα ισπανικά, η λέξη "aura" αναφέρεται σε μια αόρατη ενέργεια ή αίσθηση που περιβάλλει ένα άτομο, αντικείμενο ή κατάσταση. Συχνά χρησιμοποιείται σε πνευματικά ή μεταφυσικά συμφραζόμενα, αλλά και στην ιατρική για να αναφερθεί σε φυσικά φαινόμενα ή συμπτώματα που προΐστανται μιας αναπτυσσόμενης πάθησης.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και περιστασιακά στο γραπτό.
Παραδειγματικές προτάσεις
La aura de ella siempre es positiva.
Η αύρα της είναι πάντα θετική.
Se dice que las personas sensibles pueden ver el aura de los demás.
Λέγεται ότι οι ευαίσθητοι άνθρωποι μπορούν να δουν την αύρα των άλλων.
El aura de una enfermedad puede ser un signo de advertencia.
Η αύρα μιας ασθένειας μπορεί να είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Tener una aura de misterio.
Έχω μια αύρα μυστήριου.
Transmitir buenas energías a través de la aura.
Μεταδίδω καλές ενέργειες μέσω της αύρας.
Su aura ilumina el lugar donde está.
Η αύρα της φωτίζει τον τόπο όπου βρίσκεται.
Sentir el aura de una persona es algo único.
Το να νιώθεις την αύρα ενός ανθρώπου είναι κάτι μοναδικό.
Ella tiene un aura que inspira confianza.
Η αύρα της εμπνέει εμπιστοσύνη.
Hay que cuidar el aura para mantener el equilibrio emocional.
Πρέπει να φροντίζουμε την αύρα για να διατηρούμε τη συναισθηματική ισορροπία.
Ετυμολογία
Η λέξη "aura" προέρχεται από το λατινικό "aura", που σημαίνει "αέρας" ή "πνοή". Η χρήση της έχει επεκταθεί για να περιλαμβάνει την έννοια της ενέργειας ή της αίσθησης που περιβάλλει ένα άτομο.