Το "auscultar" είναι ρήμα.
/aʊ̯s.kulˈtaɾ/
Η λέξη "auscultar" χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό τομέα και αναφέρεται στην πράξη του να ακούει κανείς ήχους του σώματος, συνήθως μέσω ενός στηθοσκοπίου. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της κατάστασης του ασθενούς, για παράδειγμα, για την ανίχνευση ήχων της καρδιάς ή των πνευμόνων. Η χρήση της λέξης είναι συχνή στον γραπτό και προφορικό λόγο των υγειονομικών επαγγελματιών.
El médico necesita auscultar el corazón del paciente.
(Ο γιατρός χρειάζεται να ακούσει την καρδιά του ασθενούς.)
Antes de hacer un diagnóstico, es importante auscultar los pulmones.
(Πριν κάνετε μια διάγνωση, είναι σημαντικό να ακούσετε τους πνεύμονες.)
La enfermera aprendió a auscultar con un estetoscopio.
(Η νοσοκόμα έμαθε να ακούει με ένα στηθοσκόπιο.)
Η λέξη "auscultar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε επαγγελματικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις που αναδεικνύουν τη σημασία της λέξης:
Es fundamental auscultar a fondo para un correcto diagnóstico.
(Είναι θεμελιακό να ακούσετε σε βάθος για μια σωστή διάγνωση.)
Un buen médico sabe auscultar a sus pacientes adecuadamente.
(Ένας καλός γιατρός ξέρει να ακούει σωστά τους ασθενείς του.)
Durante la consulta, el doctor se tomó su tiempo para auscultar.
(Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ο γιατρός πήρε τον χρόνο του για να ακούσει.)
Η λέξη "auscultar" προέρχεται από τα λατινικά "auscultare", που σημαίνει "να ακούς" ή "να εξετάζεις προσεκτικά".