Η λέξη "ausencia" είναι ουσιαστικό.
/a.u̯ˈsen.θja/
Η λέξη "ausencia" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία κάποιο πρόσωπο, αντικείμενο ή ιδέα δεν είναι παρόντες ή δεν υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη στιγμή ή χώρο. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την έλλειψη κάποιου ατόμου, όπως σε περιπτώσεις απουσίας από τις υποχρεώσεις ή κοινωνικές εκδηλώσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επίσημα ή ακαδημαϊκά κείμενα.
Su ausencia en la reunión fue notable.
(Η απουσία του στην συνάντηση ήταν αισθητή.)
La ausencia de pruebas dificulta el caso.
(Η έλλειψη αποδείξεων δυσκολεύει την υπόθεση.)
Η λέξη "ausencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν την έλλειψη ή την απουσία κάποιου ή κάτι. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:
Aprovechó la ausencia de sus padres para organizar una fiesta.
(Εκμεταλλεύτηκε την απουσία των γονιών του για να οργανώσει ένα πάρτι.)
La ausencia es un peso
(Η απουσία είναι ένα βάρος)
Siento que la ausencia es un peso que llevo a cuestas.
(Νιώθω ότι η απουσία είναι ένα βάρος που κουβαλώ.)
La ausencia se siente
(Η απουσία γίνεται αισθητή)
Η λέξη "ausencia" προέρχεται από το λατινικό "absentia", που σημαίνει "απουσία". Αποτελείται από το πρόθεμα "ab-" (μακριά) και το ρρήμα "esse" (να είναι).