Ausentarse είναι ρήμα.
/aw.senˈtaɾ.se/
Η λέξη "ausentarse" σημαίνει να λείπει κάποιος ή κάτι από έναν τόπο ή από μία κατάσταση. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί επίσης να αναφέρεται στο γεγονός ότι ένα άτομο δεν είναι παρόν κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας ή συνάντησης. Η χρήση της λέξης είναι συνήθως πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
Θα απουσιάσω από τη συνάντηση λόγω προηγούμενης υποχρέωσης.
Es posible ausentarse del trabajo si se tiene una buena razón.
Η λέξη "ausentarse" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω παρατίθενται μερικές.
Μπορώ να απουσιάσω για ένα λεπτό.
Ella se ausentó sin avisar.
Αυτή απουσίασε χωρίς να ειδοποιήσει.
Es mejor ausentarse para evitar conflictos.
Είναι καλύτερο να απουσιάσεις για να αποφύγεις συγκρούσεις.
Si decides ausentarte, avísanos con anticipación.
Το ρήμα "ausentarse" προέρχεται από το λατινικό absente, που σχηματίζεται από το πρόθεμα "a-" (μακριά) και το ρήμα "sentare" (να κάθεσαι).
Αυτές οι λεπτομέρειες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη σημασία και τη χρήση της λέξης "ausentarse" στον ισπανικό γλωσσικό χώρο, καθώς και τη θέση της στον τομέα του δικαίου.