Η λέξη "ausente" είναι επίθετο.
/a.uˈθen.te/
Η λέξη "ausente" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν είναι παρών ή που λείπει από ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπως σχολεία, εργασία ή σε κοινωνικές περιστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά και επίσημα κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν γίνεται αναφορά στην απουσία κάποιου.
Ο μαθητής είναι απόν σήμερα στην τάξη.
El ausente no pudo participar en la reunión.
Ο απών δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στη συνεδρίαση.
Te siento ausente en nuestra conversación.
Η λέξη "ausente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνές όσο άλλες. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που ενσωματώνουν αυτή τη λέξη:
Να είσαι απόν σωματικά αλλά παρών πνευματικά.
Sentirse ausente.
Να νιώθεις απών (συναισθηματική απομάκρυνση).
Estar ausente en la mente.
Να είσαι απών στο μυαλό (κατανοώντας πως κάποιος δεν προσέχει ή δεν συμμετέχει).
Un espíritu ausente.
Η λέξη "ausente" προέρχεται από το λατινικό "absentis", που προέρχεται από το "abesse", που σημαίνει "να λείπω".
Συνώνυμα: - Falta - Desaparecido
Αντώνυμα: - Presente - Asistente