ausente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ausente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "ausente" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/a.uˈθen.te/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "ausente" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν είναι παρών ή που λείπει από ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα όπως σχολεία, εργασία ή σε κοινωνικές περιστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά και επίσημα κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως όταν γίνεται αναφορά στην απουσία κάποιου.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El estudiante está ausente hoy en clase.
  2. Ο μαθητής είναι απόν σήμερα στην τάξη.

  3. El ausente no pudo participar en la reunión.

  4. Ο απών δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στη συνεδρίαση.

  5. Te siento ausente en nuestra conversación.

  6. Σε νιώθω απών στη συζήτησή μας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ausente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνές όσο άλλες. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που ενσωματώνουν αυτή τη λέξη:

  1. Estar ausente de cuerpo pero presente de espíritu.
  2. Να είσαι απόν σωματικά αλλά παρών πνευματικά.

  3. Sentirse ausente.

  4. Να νιώθεις απών (συναισθηματική απομάκρυνση).

  5. Estar ausente en la mente.

  6. Να είσαι απών στο μυαλό (κατανοώντας πως κάποιος δεν προσέχει ή δεν συμμετέχει).

  7. Un espíritu ausente.

  8. Ένα απών πνεύμα (μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι παρόν ή δεν έχει επιρροή).

Ετυμολογία

Η λέξη "ausente" προέρχεται από το λατινικό "absentis", που προέρχεται από το "abesse", που σημαίνει "να λείπω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Falta - Desaparecido

Αντώνυμα: - Presente - Asistente



22-07-2024