Το "auspiciar" είναι ρήμα στην ισπανικά.
/ausˈpi.θjaɾ/
Η λέξη "auspiciar" σημαίνει να προσφέρω υποστήριξη ή να ευνοώ κάτι, όπως ένα έργο, μια εκδήλωση ή μια δράση. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ότι κάποιος ή κάποια οργάνωση υποστηρίζει ή προάγει τελικά κάποιο σκοπό ή δραστηριότητα. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στα δύο πλαίσια: στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με τυπική και πιο επίσημη χρήση. Συχνά συναντάται σε ειδησεογραφικά κείμενα, σε ανακοινώσεις και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τις επιχειρήσεις.
Η ΜΚΟ υποστηρίζει διάφορα προγράμματα κοινωνικής ανάπτυξης.
El gobierno decidió auspiciar el nuevo programa educativo.
Η λέξη "auspiciar" είναι λιγότερο συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικά συμφραζόμενα με τη στήριξη και την ενίσχυση. Ακολουθούν μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Η υποστήριξη ενός γεγονότος είναι μια μεγάλη ευθύνη.
Es importante auspiciar iniciativas que ayuden al medio ambiente.
Είναι σημαντικό να υποστηρίξουμε πρωτοβουλίες που βοηθούν το περιβάλλον.
Queremos auspiciar la paz en la región.
Η λέξη "auspiciar" προέρχεται από το λατινικό "auspicia", το οποίο σημαίνει "σημάδια" ή "οιωνοί". Η ρίζα της αναφέρεται στη διαδικασία υποστήριξης ή την ένδειξη καλών οιωνών για ένα εγχείρημα.