Η λέξη "austero" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι αυστηρό, λιτό ή χωρίς περιττά στοιχεία. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια σοβαρή και αυστηρή ατμόσφαιρα, είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για έναν χώρο, είτε για μια κατάσταση. Η χρήση του "austero" είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά προτιμάται σε πιο επίσημα ή γραφικά συμφραζόμενα.
Η διακόσμηση του σπιτιού είναι λιτή, αλλά πολύ κομψή.
Su estilo de vida es austero, evitando gastos innecesarios.
Ο τρόπος ζωής του είναι αυστηρός, αποφεύγοντας τις περιττές δαπάνες.
Este uniforme es austero, sin ningún tipo de adornos.
Η λέξη "austero" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιγράφουν συναισθήματα, καταστάσεις ή χαρακτηριστικά.
Ejemplo: "Decidí vivir de manera austera para ahorrar más dinero."
Un ambiente austero.
Ejemplo: "La sala de conferencias tenía un ambiente austero que favorecía la concentración."
Austeridad económica.
Ejemplo: "El gobierno implementó medidas de austeridad económica para reducir la deuda."
Diseño austero.
Η λέξη "austero" προέρχεται από το λατινικό "austerus", το οποίο επίσης σημαίνει αυστηρός ή σαρκαστικός. Αυτή η ρίζα σχετίζεται με έννοιες που υποδηλώνουν σκληρότητα ή λιτότητα.
Συνώνυμα: - Estricto (αυστηρός) - Serio (σοβαρός) - Sencillo (απλός)
Αντώνυμα: - Lujoso (πολυτελής) - Liberal (φιλελεύθερος) - Alegre (χαρούμενος)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "austero".