Επίθετο
/a.us'tɾal/
Η λέξη "austral" προέρχεται από το λατινικό "australis," που σημαίνει "νότιος". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τον νότιο ημισφαίριο ή την Νότια Αμερική. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό κείμενο, αν και εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε γεωγραφικά ή πολιτισμικά σχετικά συμφραζόμενα.
Οι νότιοι άνεμοι είναι χαρακτηριστικοί αυτής της περιοχής.
El clima austral es templado y húmedo.
Το νότιο κλίμα είναι μέτριο και υγρό.
La fauna austral es diversa y única.
Η λέξη "austral" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις οι οποίες σχετίζονται με γεωγραφικά και πολιτισμικά στοιχεία της Νότιας Αμερικής, κυρίως:
"Ο νότος της ηπείρου"
"Regiones australes"
"Νότιες περιοχές"
"El corazón austral"
"Η νότια καρδιά"
"Tradiciones australes"
"Νότιες παραδόσεις"
"Rutas australes"
Η λέξη "austral" προέρχεται από το λατινικό "australis," το οποίο σημαίνει "νότιος", και έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "auster," που αναφέρεται στους νότιους ανέμους.
Συνώνυμα: - Νότιος - Νότια (σε γεωγραφικό πλαίσιο)
Αντώνυμα: - Βόρειος - Σε βόρεια (γεωγραφικό πλαίσιο)