Συνώνυμο: Sustantivo femenino
[autarˈkia ekonoˈmika]
Ελληνικά: Οικονομική αυτάρκεια
Η λέξη "autarquía económica" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την κατάσταση μιας οικονομίας που είναι αυτάρκης και δεν εξαρτάται από εξωτερικές πηγές για την ικανοποίηση των αναγκών της.
Συχνότητα: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, καθώς αναφέρεται σε οικονομικές έννοιες.
La autarquía económica es un concepto que ha ganado relevancia en los últimos años. Μετάφραση: Η οικονομική αυτάρκεια είναι ένα έννοια που έχει αποκτήσει σημαντικότητα τα τελευταία χρόνια.
Durante la autarquía económica, el país no depende de las importaciones. Μετάφραση: Κατά την οικονομική αυτάρκεια, η χώρα δεν εξαρτάται από τις εισαγωγές.
Η λέξη "autarquía" προέρχεται από τα ισπανικά "autarquía" και τα γαλλικά "autarcie", τα οποία πάλι προέρχονται από τα ελληνικά "αυτάρκεια".