Ο όρος "autenticidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aute̞ntiɾiˈðað/
Η λέξη "autenticidad" αναφέρεται στην ποιότητα του να είναι κάτι αυθεντικό ή γνήσιο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως οι τέχνες, το δίκαιο και η ιατρική, για να περιγράψει την αλήθεια, τη γνησιότητα και τις πραγματικές αξίες. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετική, αλλά γενικά είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο.
"Η αυθεντικότητα του έργου τέχνης επαληθεύθηκε από ειδικούς."
"Es importante demostrar la autenticidad de los documentos legales."
Η λέξη "autenticidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
"Η αυθεντικότητα είναι το κλειδί για μια καλή σχέση."
"A veces, la autenticidad se pierde en la búsqueda de la perfección."
"Κάποιες φορές, η αυθεντικότητα χάνεται στην αναζήτηση της τελειότητας."
"Ser auténtico es un signo de valentía."
"Να είσαι αυθεντικός είναι ένδειξη θάρρους."
"La autenticidad del testimonio fue cuestionada en juicio."
"Η αυθεντικότητα της μαρτυρίας αμφισβητήθηκε στο δικαστήριο."
"Solo aquellos que muestran su autenticidad pueden conectar de verdad con los demás."
Η λέξη "autenticidad" προέρχεται από το λατινικό "authenticus", που σημαίνει "γνήσιος" ή "αυθεντικός", και υποδηλώνει την αληθινή φύση ενός αντικειμένου ή της προσωπικότητας.
Συνώνυμα: - Genuinidad (γνησιότητα) - Veracidad (αλήθεια) - Sinceridad (ειλικρίνεια)
Αντώνυμα: - Falsedad (ψευτιά) - Imitación (αντίγραφο) - Falsificación (παραχάραξη)
Η "autenticidad" αποτελεί θεμελιώδη έννοια σε πολλές πτυχές της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και της κατασκευής του κοινωνικού μας κόσμου.