auto: ουσιαστικό.
/ˈaw.to/
Η λέξη "auto" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε τύπο οχήματος, τρόπου μεταφοράς ή αυτοκινήτου. Είναι μια σχεδόν καθολική λέξη στον ισπανόφωνο κόσμο για την αναφορά στα οχήματα. Στη σύγχρονη γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και στο προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτές μορφές.
Ο πατέρας μου αγόρασε ένα καινούργιο αυτοκίνητο.
Ayer vi un auto muy bonito en la calle.
Η λέξη "auto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Σημαίνει να θέσεις το αυτοκίνητο σε κίνηση.
Dejar el auto en doble fila.
Αναφέρεται σε μια παράνομη στάθμευση, όπου το αυτοκίνητο σταθμεύει στο δρόμο μπροστά από άλλα οχήματα.
Coger el auto.
Σημαίνει να χρησιμοποιήσεις το αυτοκίνητο για να πας κάπου.
Auto de fe.
Αναφέρεται σε δημόσιες ανακοινώσεις για την πίστη ή την κατηγορία παραβατών, που χρησιμοποιούνταν κυρίως από την Ιερά Εξέταση.
Hablar de auto.
Η λέξη "auto" προέρχεται από το ελληνικό "αυτό" (autós), που σημαίνει "αυτο" ή "ιδίον". Στη σύγχρονη χρήση, σχετίζεται με την αυτοκίνηση και τα οχήματα.
Συνώνυμα: - Vehículo (όχημα) - Carro (αυτοκίνητο) - σε κάποιες περιοχές
Αντώνυμα: - Peatón (πεζός) - Transporte público (δημόσια συγκοινωνία)
Αυτή η ανάλυση αποκαλύπτει τη σημαντικότητα και την πολυπλοκότητα της λέξης "auto" στην ισπανόφωνη γλώσσα και κουλτούρα.