Automotor είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /autoˈmo.toɾ/
Η λέξη automotor χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε οχήματα που κινούνται με χρήση κινητήρα. Ανήκει κυρίως στη γενική γλώσσα και χρησιμοποιείται σε διάφορες κατηγορίες, όπως στη μεταφορά και στους τομείς του μιλιταρισμού όσον αφορά τη μετακίνηση στρατιωτικών οχημάτων. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε τεχνικά κείμενα σχετικά με τα οχήματα.
El automotor se detuvo en la carretera.
(Το αυτοκίνητο σταμάτησε στον δρόμο.)
Necesito arreglar mi automotor antes del viaje.
(Πρέπει να επιδιορθώσω το αυτοκίνητό μου πριν από το ταξίδι.)
El automotor militar es esencial en tiempos de guerra.
(Το στρατιωτικό όχημα είναι απαραίτητο σε καιρούς πολέμου.)
Η λέξη automotor δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι σχετικές λέξεις και φράσεις που αφορούν αυτοκίνητα ή τη μεταφορά είναι πιο κοινές. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
(Πάντα είναι στο αυτοκίνητο όταν φτάνω.)
Tener un automotor a la mano – (Έχω ένα αυτοκίνητο διαθέσιμο)
(Πάντα είναι καλό να έχεις ένα αυτοκίνητο διαθέσιμο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.)
Cambiar de automotor – (Να αλλάξω αυτοκίνητο)
Η λέξη automotor προέρχεται από την ένωση των ελληνικών "αυτό" (αυτός) και "κίνητρο" (κινητήρας), υπονοώντας κάτι που κινείται από μόνο του.
Συνώνυμα: - vehiculo (όχημα) - coche (αυτοκίνητο)
Αντώνυμα: - inanimado (άψυχο/μη κινητό αντικείμενο) - remolque (ρυμουλκούμενο όχημα)