Η λέξη "autopista" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/a.u.to.ˈpis.ta/
Η λέξη "autopista" αναφέρεται σε έναν τύπο ταχείας οδικής οδού ή αυτοκινητόδρομου που επιτρέπει την κυκλοφορία οχημάτων με υψηλές ταχύτητες. Συνήθως, αυτές οι οδοί είναι σχεδιασμένες με αρκετές λωρίδες κυκλοφορίας, περιορισμούς στην πρόσβαση και χωρίς φωτεινούς σηματοδότες. Η χρήση της λέξης ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη γεωγραφία, τη μεταφορά και την υποδομή.
Ο αυτοκινητόδρομος συνδέει πολλές σημαντικές πόλεις.
Conducir por la autopista es más rápido que por las carreteras secundarias.
Η οδήγηση στον αυτοκινητόδρομο είναι πιο γρήγορη από ό,τι στους δευτερεύοντες δρόμους.
Existen peajes en la autopista que debes pagar.
Η λέξη "autopista" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με οδήγηση ή ταξίδια:
Παίρνω τον αυτοκινητόδρομο προς βορρά.
La autopista es un medio rápido para viajar.
Ο αυτοκινητόδρομος είναι ένα γρήγορο μέσο για να ταξιδέψεις.
Siempre tengo cuidado cuando conduzco en la autopista.
Η λέξη "autopista" προέρχεται από τις ισπανικές λέξεις "auto" (αυτοκίνητο) και "pista" (διάδρομος ή δρόμος). Η σύνθεση των δύο αυτών λέξεων υποδηλώνει ένα δρόμο που είναι ειδικά σχεδιασμένος για τη χρήση αυτοκινήτων.
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "autopista" στην ισπανική γλώσσα.