Το "autopropulsado" είναι επίθετο.
/aʊto.pɾo.pulˈsaðo/
Η λέξη "autopropulsado" αναφέρεται σε οχήματα ή συσκευές που μπορούν να κινούνται από τον εαυτό τους, χωρίς την ανάγκη εξωτερικής δύναμης. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών (π.χ. αυτοκινούμενα πυροβόλα), στη γενική μεταφορά και σε τεχνολογικά περιβάλλοντα (π.χ. αυτοκινούμενα μηχανήματα). Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε τεχνικές ή στρατιωτικές αναφορές.
Το αυτοκινούμενο όχημα χρησιμοποιήθηκε στη στρατιωτική αποστολή.
Los sistemas autopropulsados están revolucionando el transporte.
Τα αυτοκινούμενα συστήματα επαναστατούν τις μεταφορές.
La nueva tecnología de autopropulsados mejora la eficiencia.
Η λέξη "autopropulsado" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις στη στρατιωτική και τεχνική γλώσσα:
Το αυτοκινούμενο άρμα είναι κλειδί στον σύγχρονο πόλεμο.
Los misiles autopropulsados tienen mayor precisión.
Οι αυτοκινούμενοι πύραυλοι έχουν μεγαλύτερη ακρίβεια.
El desarrollo de vehículos autopropulsados ha avanzado rápidamente.
Η ανάπτυξη αυτοκινούμενων οχημάτων έχει προχωρήσει γρήγορα.
Las aplicaciones de tecnología autopropulsada son diversas.
Η λέξη "autopropulsado" προέρχεται από τις ελληνικές ρίζες "auto-" (αυτος) που σημαίνει "αυτο" και "propulsar" που σημαίνει "να προωθεί" ή "να σπρώχνει".
Συνώνυμα: - autómata (αυτόματο) - motorizado (μηχανοκίνητος)
Αντώνυμα: - remolcado (ρυμουλκούμενος) - no motorizado (χωρίς μηχανοκίνηση)