Η λέξη "autopsia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aʊ̯ˈtɔpsja/
Η "autopsia" αναφέρεται στη διαδικασία ιατρικής εξέτασης ενός θανόντος οργανισμού για την κατανόηση των αιτίων του θανάτου, την επιβεβαίωση διαγνώσεων ή την ανακάλυψη πιθανών ασθενειών. Χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής, κυρίως στη ιατροδικαστική, και είναι πιο συχνά συνδεδεμένη με γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε ιατρικές συζητήσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε ιατρικά και νομικά κείμενα, καθώς και στους βασικούς τομείς της ιατρικής έρευνας.
Η αυτοψία αποκάλυψε την αιτία του θανάτου.
El médico forense realizó una autopsia detallada.
Ο ιατροδικαστής πραγματοποίησε μια λεπτομερή νεκροψία.
Es importante realizar una autopsia en casos de muerte sospechosa.
Η λέξη "autopsia" δεν χρησιμοποιείται ευρέως ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν μερικές εκφράσεις που την περιλαμβάνουν.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται όταν αναλύουμε εις βάθος μια κατάσταση ή ένα συμβάν για να κατανοήσουμε καλύτερα.
La autopsia de los hechos.
Αναφέρεται σε μια λεπτομερή ανάλυση συμβάντων ή καταστάσεων.
Autopsia psicológica.
Η λέξη "autopsia" προέρχεται από την ελληνική λέξη "αυτοψία" (autopsía), που σημαίνει «να βλέπεις αυτοπροσώπως». Η σύνθεση προέρχεται από το "αυτός" (αυτού) που σημαίνει "αυτός" και "ὁράω" (horāo) που σημαίνει "βλέπω".