Ο όρος "autoridad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [au̇toɾiˈðað]
Η λέξη "autoridad" αναφέρεται στην εξουσία ή την ικανότητα κάποιου να επιβάλλει κανόνες, νόμους ή αποφάσεις. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται ευρέως σε ποικιλία τομέων, όπως η κυβέρνηση, οι νομικές διαδικασίες και η διοίκηση.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό. Στον προφορικό λόγο, οι άνθρωποι μπορεί να την χρησιμοποιούν σε καθημερινές συζητήσεις αναφορικά με την εξουσία που κατέχει ένα άτομο ή ένας οργανισμός, ενώ στο γραπτό πλαίσιο χρησιμοποιείται συνήθως σε πολιτικά ή νομικά κείμενα.
La autoridad del gobierno debe ser respetada.
(Η εξουσία της κυβέρνησης πρέπει να γίνεται σεβαστή.)
El maestro tiene la autoridad para disciplinar a los estudiantes.
(Ο δάσκαλος έχει την εξουσία να πειθαρχεί τους μαθητές.)
Es importante consultar a una autoridad competente en estos asuntos.
(Είναι σημαντικό να συμβουλευτείτε μια αρμόδια αρχή σε αυτά τα ζητήματα.)
Más autoridad que el presidente.
(Περισσότερη εξουσία από τον πρόεδρο.)
Hacer valer su autoridad.
(Να επιβάλει την εξουσία του.)
No hay autoridad por encima de la ley.
(Δεν υπάρχει εξουσία πάνω από τον νόμο.)
Autoridad moral.
(Ηθική αυθεντία.)
Sin autoridad no hay orden.
(Χωρίς εξουσία δεν υπάρχει τάξη.)
La autoridad no se impone, se gana.
(Η εξουσία δεν επιβάλλεται, κερδίζεται.)
Η λέξη "autoridad" προέρχεται από τα λατινικά "auctoritas", που σημαίνει "αυθεντία" ή "εξουσία", και συνδέεται με την έννοια της δημιουργικής διαδικασίας και της υποστήριξης σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια.
Συνώνυμα: - Potestad (εξουσία) - Control (έλεγχος) - Dominio (κυριαρχία)
Αντώνυμα: - Indisciplina (ανυπακοή) - Incompetencia (ανικανότητα) - Caos (χάος)