Η λέξη "autorizado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "autorizado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
/awtoɾiˈθaðo/
Η λέξη "autorizado" σημαίνει ότι κάποιος έχει λάβει την εξουσία ή την έγκριση να κάνει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στην επίσημη γλώσσα και στον νομικό τομέα για να αναφερθεί σε άτομα ή πράξεις που έχουν εγκριθεί από μια αρχή. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "autorizado" είναι υψηλή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε επίσημα και νομικά κείμενα.
Él es un agente autorizado para vender propiedades.
(Αυτός είναι ένας εξουσιοδοτημένος πράκτορας για την πώληση ακινήτων.)
Solo un abogado autorizado puede firmar ese documento.
(Μόνο ένας εξουσιοδοτημένος δικηγόρος μπορεί να υπογράψει αυτό το έγγραφο.)
La entrada está restringida a personal autorizado.
(Η είσοδος περιορίζεται σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό.)
Η λέξη "autorizado" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Para recibir información, es necesario tener autorización de la empresa.
(Για να λάβετε πληροφορίες, είναι απαραίτητο να έχετε εξουσιοδότηση από την εταιρεία.)
Uso autorizado
(Εγκεκριμένη χρήση)
El software solo puede ser utilizado bajo uso autorizado.
(Το λογισμικό μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο υπό εγκεκριμένη χρήση.)
Persona autorizada
(Εξουσιοδοτημένο άτομο)
Cualquier consulta debe ser realizada por una persona autorizada.
(Οποιαδήποτε ερώτηση πρέπει να γίνει από ένα εξουσιοδοτημένο άτομο.)
Autorización administrativa
(Διοικητική έγκριση)
Η λέξη "autorizado" προέρχεται από το ρήμα "autorizar," το οποίο σημαίνει "να δώσει εξουσιοδότηση" ή "να εγκρίνει." Το ρήμα, με τη σειρά του, προέρχεται από το λατινικό "auctorizare," που σημαίνει "να επιβεβαιώσει, να υποστηρίξει."
Συνώνυμα: - autorizado (εξουσιοδοτημένος) - permitido (επιτρεπτός) - legitimado (νομιμοποιημένος)
Αντώνυμα: - no autorizado (μη εξουσιοδοτημένος) - prohibido (απαγορευμένος) - ilegítimo (παράνομος)