Ρήμα
/au̇toɾiˈθaɾ/
Η λέξη "autorizar" σημαίνει να δίνεις άδεια ή να επιτρέπεις σε κάποιον να κάνει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα, όταν αναφέρεται σε διαδικασίες που απαιτούν επίσημη έγκριση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στον γραπτό λόγο λόγω των νομικών και διοικητικών κειμένων.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξουσιοδοτήσει την κατασκευή μιας νέας γέφυρας.
Para poder viajar, necesitas autorizar a un adulto que te acompañe.
Για να μπορέσεις να ταξιδέψεις, χρειάζεται να εξουσιοδοτήσεις έναν ενήλικα να σε συνοδεύσει.
El abogado debe autorizar el contrato antes de que se firme.
Η λέξη "autorizar" συμμετέχει σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες. Ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με γενικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της έγκρισης.
Δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωρίς να με εξουσιοδοτήσουν.
Es importante tener todo bien autorizado antes de empezar el proyecto.
Είναι σημαντικό να έχουμε όλα καλά εξουσιοδοτημένα πριν αρχίσουμε το έργο.
Autorizo el uso de mi imagen para la campaña publicitaria.
Εξουσιοδοτώ τη χρήση της εικόνας μου για την διαφημιστική καμπάνια.
Para el evento, se necesita una autorización oficial.
Για την εκδήλωση, χρειάζεται μια επίσημη έγκριση.
Si no tienes autorización, no puedes acceder a la información.
Η λέξη "autorizar" προέρχεται από το λατινικό "auctorizare", το οποίο σημαίνει "να κάνεις κάποιον υπεύθυνο" ή "να ενδυναμώσεις".
Συνώνυμα: - Permitir (επιτρέπω) - Aprobar (εγκρίνω) - Consentir (συγκατατίθεμαι)
Αντώνυμα: - Impedir (να αποτρέπω) - Prohibir (να απαγορεύω) - Negar (να αρνηθώ)