autorizar la importación (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του Λόγου
Η λέξη "autorizar" είναι ρήμα στην Ισπανική γλώσσα.
Φωνητική Μεταγραφή
Φωνητική μεταγραφή: /au.to.ɾiˈθaɾ/
Χρήση στην Ισπανική
Η λέξη "autorizar" χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό και προφορικό λόγο στην Ισπανική γλώσσα και σημαίνει "εξουσιοδοτώ" ή "επιτρέπω".
Παραδειγματικές Προτάσεις
- El gobierno decidió autorizar la importación de medicamentos. (Η κυβέρνηση αποφάσισε να εξουσιοδοτήσει την εισαγωγή φαρμάκων.)
- Tenemos que autorizar la importación de materias primas para la fábrica. (Πρέπει να επιτρέψουμε την εισαγωγή πρώτων υλών για το εργοστάσιο.)
Ετυμολογία
Η λέξη "autorizar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "authorizare".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: permitir, conceder, aprobar
- Αντώνυμα: prohibir, denegar