autosuficiencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

autosuficiencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "autosuficiencia" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /autosufiˈθjenθja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "autosuficiencia" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "αυτάρκεια".

Σημασία της λέξης

"Autosuficiencia" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ικανότητα ενός ατόμου, οργανισμού ή κράτους να καλύπτει τις ανάγκες του χωρίς εξωτερική βοήθεια ή υποστήριξη. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα ενός ατόμου ή κοινότητας να είναι ανεξάρτητο και να μην εξαρτάται από άλλους για πόρους ή υποστήριξη. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή στην ακαδημαϊκή και οικονομική γλώσσα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La agricultura local promueve la autosuficiencia alimentaria en la comunidad.
  2. Η τοπική γεωργία προάγει την αυτάρκεια στον τομέα της τροφής στην κοινότητα.

  3. La autosuficiencia energética es un objetivo importante para muchos países.

  4. Η αυτάρκεια στην ενέργεια είναι ένας σημαντικός στόχος για πολλές χώρες.

  5. Fomentar la autosuficiencia en los jóvenes es esencial para su desarrollo personal.

  6. Η προώθηση της αυτάρκειας στους νέους είναι απαραίτητη για την προσωπική τους ανάπτυξη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "autosuficiencia" χρησιμοποιείται όχι μόνο ως απλή έννοια, αλλά και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αυτονομία και την ανεξαρτησία.

  1. La autosuficiencia es la clave para el éxito en los negocios.
  2. Η αυτάρκεια είναι το κλειδί για την επιτυχία στις επιχειρήσεις.

  3. Un país que busca la autosuficiencia debe invertir en sus recursos naturales.

  4. Ένα κράτος που επιδιώκει την αυτάρκεια πρέπει να επενδύσει στους φυσικούς του πόρους.

  5. La autosuficiencia emocional es fundamental para una vida equilibrada.

  6. Η αυτάρκεια συναισθηματικά είναι θεμελιώδης για μια ισορροπημένη ζωή.

  7. Fomentar la autosuficiencia a través de la educación es un objetivo clave.

  8. Η προώθηση της αυτάρκειας μέσω της εκπαίδευσης είναι ένας βασικός στόχος.

  9. La falta de autosuficiencia puede llevar a la dependencia económica.

  10. Η έλλειψη αυτάρκειας μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική εξάρτηση.

Ετυμολογία

Η λέξη "autosuficiencia" προέρχεται από το ελληνικό πρόθεμα "auto-" (που σημαίνει "ο εαυτός") και το λατινικό "sufficientia" (που σημαίνει "αρκετός ή ικανός"). Συνδυασμένα, υποδηλώνουν την έννοια της αυτονομίας και της ικανότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: αυτονομία, ανεξαρτησία, αυτάρκεια.
Αντώνυμα: εξάρτηση, αδυναμία, εξωτερική αρωγή.



23-07-2024