auxiliar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

auxiliar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "auxiliar" είναι ρήμα στη γλώσσα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

/aʊksiliˈaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "auxiliar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει κυρίως "βοηθός" ή "αρωγός". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που παρέχει βοήθεια ή υποστήριξη. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις νομικές και ιατρικές συγκυρίες, καθώς και σε τεχνικά πεδία. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή και συναντάται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El asistente auxiliar ayudó en la organización del evento.
  2. Ο βοηθός πρόσφερε βοήθεια στην οργάνωση της εκδήλωσης.

  3. Es importante contar con personal auxiliar en una clínica.

  4. Είναι σημαντικό να έχουμε βοηθητικό προσωπικό σε μια κλινική.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "auxiliar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με υποστήριξη ή βοήθεια.

  1. Tener un auxilio auxiliar es fundamental en los momentos difíciles.
  2. Να έχεις έναν υποστηρικτικό βοηθό είναι θεμελιώδες σε δύσκολες στιγμές.

  3. El papel auxiliar que juega el personal en la educación es crucial.

  4. Ο υποστηρικτικός ρόλος που παίζει το προσωπικό στην εκπαίδευση είναι κρίσιμος.

  5. Siempre es bueno tener a alguien auxiliar a tu lado.

  6. Είναι πάντα καλό να έχεις κάποιον βοηθό στο πλευρό σου.

  7. Los servicios auxiliares son esenciales para el buen funcionamiento del negocio.

  8. Οι υποστηρικτικές υπηρεσίες είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία της επιχείρησης.

Ετυμολογία

Η λέξη "auxiliar" προέρχεται από το λατινικό "auxiliarius", το οποίο σημαίνει "βοηθητικός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asistente (βοηθός) - colaborador (συνεισφέρων)

Αντώνυμα: - obstaculizador (εμποδιστής) - antagonista (αντίπαλος)



22-07-2024